καθαρεύων

καθαρεύων
καθαρεύω
to be clean
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • очищати — ОЧИЩА|ТИ (110), Ю, ѤТЬ гл. 1. Очищать, делать чистым: ˫ако се нѣ при коѥмь зъданѣ съсѹдѣ. малѹ нѣкакѹ влагѹ имѹштѫ. аште въложиши || ѹгль огньнъ. исѹшѧѥть и пожьжеть влагѹ и очиштѧѥть. (καϑαίρει) Изб 1076, 208–208 об.; вла(с) главы твое˫а не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καθαρεύουσα — Μορφή της νεοελληνικής γλώσσας που βασίστηκε στη λόγια παράδοση. Η κ. αποτελούσε επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης έως το 1976, οπότε καθιερώθηκε επίσημα η δημοτική. Ονομάστηκε έτσι γιατί οι υποστηρικτές της πρέσβευαν ότι ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”